ὀνθοφόρος

ὀνθοφόρος
ὀνθοφόρος, ,
A dung-carrier, Stud.Pal.20.108.4 (iv A. D.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ονθοφόρος — ὀνθοφόρος, ὁ (Α) αυτός που μεταφέρει κοπριά ζώων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνθος «κοπριά ζώων» + φόρος*] …   Dictionary of Greek

  • -φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”